Χαριτωμένη

Χαριτωμένη
Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ.) του νομού Δράμας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (25 τ. χλμ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αρλεκίνος — Πρόσωπο της ιταλικής κομέντια ντελ άρτε και έπειτα της κωμωδίας του 18ου αι., πρωταγωνιστής σε πολυάριθμες γαλλικές, ιταλικές κ.ά. κωμωδίες, παντομίμες και μπαλέτα. Το όνομα Α. είναι ίσως παραφθορά του Allchino, όνομα διαβόλου, που ο Δάντης τον… …   Dictionary of Greek

  • αρχαιοπώλης — Έμπορος που ασχολείται με αγοραπωλησίες αρχαίων αντικειμένων κάθε είδους, συμπεριλαμβανομένων χειρογράφων και βιβλίων (κοινώς, αντικέρ). Το εμπόριο αρχαίων αντικειμένων δεν είναι σύγχρονο φαινόμενο. Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, στη Ρώμη και… …   Dictionary of Greek

  • γελοιογραφία — Η τέχνη της παραμόρφωσης των χαρακτηριστικών ενός προτύπου με σκοπό να το σατιρίσει, να το ερμηνεύσει ή να τονίσει, υπερβάλλοντάς τα, ορισμένα ψυχολογικά στοιχεία της προσωπικότητάς του. Η γ. μπορεί ακόμα να διακωμωδήσει ή να καυτηριάσει έναν… …   Dictionary of Greek

  • γοργόνα — I Μυθολογικό πρόσωπο. Αναφέρεται και με το όνομα Γοργώ. Στην ελληνική μυθολογία, η Γοργώ είναι το φοβερό, δαιμονικό τέρας, η κόρη της Γαίας. Στην παλαιότερη εκδοχή του μύθου αναφέρεται ότι κατά τη Γιγαντομαχία, η Γαία, για να βοηθήσει τους γιους… …   Dictionary of Greek

  • δεσποινούλα — η μικρή, χαριτωμένη δεσποινίδα …   Dictionary of Greek

  • ευνοστότητα — εὐνοστότητα και ἐμνοστότητα, ἡ (Μ) [εύνοστος] κομψή, χαριτωμένη εμφάνιση …   Dictionary of Greek

  • ιππόβοτος — ἱππόβοτος, ον (Α) 1. (για τόπους) αυτός που τρέφει άλογα, κατάλληλος για βοσκή, για εκτροφή αλόγων («καὶ μᾱλλον ἐπήρατος ἱπποβότοιο» και πιο χαριτωμένη από τόπο που τρέφει άλογα, Ομ. Οδ.) 2. (το αρσ. ως κύριο όν.) Ιππόβοτος ιστορικός τής… …   Dictionary of Greek

  • κέντημα — Διακόσμηση υφάσματος που εκτελείται με βελόνα και νήμα μεταξωτό, μάλλινο κλπ. Οι συνηθέστερες βελονιές που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία των κ. είναι η αρχαιότατη αλυσοβελονιά, η οποία μοιάζει με πλεξίδα, η σταυροβελονιά, η πισωβελονιά, που… …   Dictionary of Greek

  • κολομπίνα — (Colombina). Θεατρικός τύπος, ένα από τα πρόσωπα της Κομέντια ντελ’ άρτε, που μετέπειτα υιοθετήθηκε από το γαλλικό θεάτρο και την παντομίμα. Πρωτοεμφανίστηκε στο πρώτο μισό του 16ου αι. και το όνομά της σημαίνει μικρόπεριστέρι στα ιταλικά. Αρχικά …   Dictionary of Greek

  • λύγισμα — το (AM λύγισμα, Μ και λύγισμαν) [λυγίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού λυγίζω, κύρτωση, κάμψη, καμπύλωση («λύγισμα τής μέσης») 2. εναλλαγή, τσάκισμα τής φωνής στο τραγούδι νεοελλ. υποχώρηση σε δυσκολίες νεοελλ. μσν. 1. χαριτωμένη, φιλάρεσκη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”